Η μηχανή που θα μεγάλωνε τη μέρα
Μια φορά και έναν καιρό σε έναν τόπο μακρινό ζούσε ένας άρχοντας μεγάλος και τρανός. Όλα τα είχε, τίποτα δεν του έλειπε: Σπίτια όσα και τα δάχτυλα των χεριών του, χωράφια μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι του ανθρώπου, κοπάδια και βιός αμέτρητο τόσο που οι αποθήκες τους κάθε χρόνο φτιάχνονταν από την αρχή για να χωρέσουν τα καινούργια τα γεννήματα. Τούτος ο αφέντης όμως, όπως συμβαίνει συχνά με τους αφεντάδες τούτης της γης, είχε μιαν απληστία που δεν είχε τελειωμό, βαρέλι δίχως πάτο ήτανε και αυτό το ήξεραν όλοι καλά.
Παρόλο που οι εργάτες τούτου του αφέντη δούλευαν σκληρά, μέρα με την μέρα και το αίμα τους έχυναν για να αβγατίσει ετούτος το βιός του, δεν ήτανε ποτέ ευχαριστημένος. Μια μέρα, λένε, ήρθε και στάθηκε σε μια πέτρα και αγνάντεψε την περιουσία του. Το μάτι του αφέντη γυάλισε, κάτι μέσα του φουρτούνιασε και μουρμούρισε με θυμό: “Άτιμη που είναι η μέρα, άτιμη και μικρή και περνάει γρήγορα. Πως να σοδιάσουνε οι υπηρέτες μου και πόσο να δουλέψουνε αν ο ήλιος με το που βγάζει το μάτι του στον κόσμο, τραβάει με μιας και πάει να κοιμηθεί; Τούτο το κακό πρέπει να αλλάξει.”
Και βάλθηκε λέει τούτος ο άρχοντας να γυρεύει έναν τρόπο να μεγαλώσει την ημέρα. Οι εργάτες του δεν πίστευαν στα αυτιά τους. Πως μπορούσε άραγε να μεγαλώσει η μέρα που από την αρχή του κόσμου ήτανε ορισμένη να είναι όσο είναι;. Ο άρχοντας όμως έδινε αμοιβή σε όποιον κατάφερνε να μεγαλώσει την ημέρα ένα ολόκληρο πουγκί χρυσάφι.
Τότε βγήκε μπροστά ένα παλληκάρι: “Εγώ άρχοντα θα σου σκαρώσω μια μηχανή που θα κάνει ότι ζητάς. Θέλω μόνο μια μεγάλη ρόδα από κάρο, ένα μακρύ κομμάτι ξύλο στρογγυλό και ένα χερούλι από σίδερο”. Ο άρχοντας, χαρούμενος, πρόσταξε να του τα δώσουν και το παλληκάρι ξεκίνησε τη δουλειά. Σύντομα έφερε μπροστά στον άρχοντα τη μηχανή που θα μεγάλωνε τη μέρα.
“Τι είναι τούτο το πράμα! Μόνο με μηχανή δε μοιάζει. Μια ρόδα είναι στεριωμένη πάνω σε ένα ξύλο με ένα χερούλι στην άκρη του!” φώναξε θυμωμένος ο άρχοντας.
“Έτσι φαίνεται άρχοντά μου. Στην πραγματικότητα είναι μια μηχανή που μεγαλώνει τη μέρα. Μονάχα που έχει ένα μυστικό. Για να μεγαλώσει τη μέρα που θέλεις πρέπει να τη γυρίσεις εσύ ο ίδιος, αλλιώς η μέρα δε μεγαλώνει κι οι ώρες δεν μακραίνουν. Η αλήθεια είναι πως για να δουλέψει πρέπει να τη γυρίσει αυτός που ζητάει να μεγαλώσει η μέρα και μάλιστα χωρίς διακοπή καμιά από την ώρα που θα χαράξει η καινούργια μέρα μέχρι την ώρα που ο ήλιος θα πάει του λόγου του να κοιμηθεί…”
Πράγματι την άλλη μέρα, αχάραγα, οι εργάτες βρέθηκαν στα χωράφια μαζί με τον αφέντη τους. Εκείνος ετοιμάστηκε και την ώρα που έσκασε η πρώτη ηλιαχτίδα έπιασε να γυρίζει τη μανιβέλα. Το χερούλι όμως ήτανε βαρύ και η ρόδα μεγάλη πολύ. Έτσι ο άρχοντας μετά από λίγο κουράστηκε, η ανάσα του κόπηκε, τα χέρια του πιαστήκανε, η πλάτη του πόνεσε, τα πόδια του δεν τον κρατούσαν κι ο ιδρώτας να τρέχει ποτάμι απ΄το κορμί του και να τον λούζει από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Κι αυτός όλο γυρνούσε τη ρόδα, κι η “μηχανή’ τάχα δούλευε, μα οι ώρες δεν περνούσαν και το σούρουπο αργούσε να φανεί. Από πείσμα και μόνο ο άρχοντας δεν τα παράτησε. Μα σαν έφτασε το σούρουπο, σωριάστηκε χάμω μισολιπόθυμος με ρούχα μουσκεμένα στον ιδρώτα και λερωμένα. Τότε ο άντρας που είχε φτιάξει τη μηχανή τον σίμωσε και τον ρώτησε: “Τι λες άρχοντά μου, μεγάλωσε καθόλου η μέρα;” “Αν μεγάλωσε λέει, ατελείωτη μου φάνηκε. Τούτη η μέρα λες και βάστηξε μια βδομάδα. Είναι καλή η μηχανή σου αλλά να, μήπως να πρόσταζα να τη γυρίζει κάποιος άλλος;”
“Τούτο αφέντη μου δε γίνεται και σου το είπα από την αρχή: Ή θα τη γυρίζεις μοναχός σου ή θα αφήσεις τη μέρα όπως ήτανε του λόγου της από πάντα. Πάντως εγώ τη μηχανή σου την έφτιαξα και πρέπει να με πληρώσεις για τον κόπο μου!’
Τι να κάνει ο άρχοντας; Είχε δώσει υπόσχεση μπροστά σε όλους τους ανθρώπους που του δούλευαν, έπρεπε να κρατήσει το λόγο του… Κι έτσι έζησε ο άρχοντας καλά, δίχως σκοτούρες του ρολογιού, με τη μέρα όπως ήτανε του λόγου της μετρημένη απ΄την αρχή του κόσμου και οι εργάτες του λίγο καλύτερα.
Παραμύθι από τη Λιθουανία (διασκευή) – Δ. Β. Προύσαλης “Παραμύθια λαϊκά ενάντια σε δύσκολους καιρούς” Εκδόσεις Εύμαρος